- ώρος
- Θεός των Aιγυπτίων με μορφή γερακιού, που λατρευόταν ποικιλοτρόπως σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου. Αρχικά ήταν μία ουράνια θεότητα, που είχε για μάτια τον Ήλιο και τη Σελήνη και οι πτέρυγές της άγγιζαν τα σύνορα της Γης. Η λατρεία του, η οποία γεννήθηκε πιθανόν στο δέλτα του Νείλου, διαδόθηκε στις αρχές των ιστορικών χρόνων σε ολόκληρη την Αίγυπτο, παραμερίζοντας ακόμη και προϋπάρχουσες τοπικές λατρείες. Δύο είναι οι κυριότερες υποστάσεις του Ώ.: στην πρώτη είναι αντίπαλος νικητής του Σηθ και προστάτης του βασιλείου, ενσαρκωμένος στη Γη από τον φαραώ· στη δεύτερη είναι οψιγενής γιος του Οσίριδος, που ανατράφηκε από τη μητέρα του Ίσιδα στα έλη του δέλτα του Νείλου και ονομαζόταν Ώρος - Παις (ο Αρποκράτης των Ελλήνων).
O Ώρος προσφέρει θυσία? αιγυπτιακό ορειχάλκινο αγαλμάτιο της σαϊτικής περιόδου (Παρίσι, Μουσείο Λούβρο).
* * *(I)ὁ, (Α ὦρος)1. ύπνος2. (κατά τον Ησύχ.) «ὦροςἡ νύξ».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἄωρος (III) «ύπνος»].————————(II)ὁ, (Α ὦρος)(αργείος τ.) βλ. όρος (Ι).————————(III)(Α ὦρος)ὤρεος, τὸ, Α(δωρ. τ.) βλ. όρος (II).————————(IV)ὁ, (Α ὧρος)1. έτος2. στον πληθ. οἱ ὧροιτα χρονικά, ιδίως τών Ιώνων συγγραφέων.[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. αρσ. γένους τής λ. ὥρα*].————————(V)ὁ, (Α ὧρος)(αιολ. τ.) κράση αντί ὁ ἔρος.
Dictionary of Greek. 2013.